Η πρώτη εκ των τεσσάρων φρεγατών FDI του Πολεμικού Ναυτικού ύψωσε την Γαλανόλευκη και χθες έπειτα από την παράδοσή της σε επίσημη τελετή στο...
Η πρώτη εκ των τεσσάρων φρεγατών FDI του Πολεμικού Ναυτικού ύψωσε την Γαλανόλευκη και χθες έπειτα από την παράδοσή της σε επίσημη τελετή στο Λοριάν της Γαλλίας ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της για την Ελλάδα.
Μετά την ενσωμάτωση των οπλικών συστημάτων, τα 128 μέλη του πληρώματος της 1ης γαλλικής φρεγάτας FDI θα πραγματοποιήσουν δοκιμές εν όρμω και εν πλω και στις αρχές Ιανουαρίου του 2026 θα ξεκινήσει το ταξίδι προς την Ελλάδα και τον ναύσταθμο Σαλαμίνας όπου αναμένεται να καταπλεύσει περί τα μέσα Ιανουαρίου 2026, αναλόγως και των καιρικών συνθηκών.
Τα 128 μέλη του πληρώματος του «Κίμωνα» έχουν ενσωματωθεί από τον Σεπτέμβριο στη Γαλλία, βρίσκονται στα ναυπηγεία της Naval Group στο Λοριάν κάνοντας τις απαραίτητες διαδικασίες «εθισμού» με τα οπλικά, τα επικοινωνιακά συστήματα και τις άλλες ενδιαιτήσεις της υπερσύγχρονης φρεγάτας.
Το δεύτερο πολεμικό πλοίο του ιδίου τύπου, η φρεγάτα «Νέαρχος», αναμένεται να παραδοθεί στο Πολεμικό Ναυτικό από τους Γάλλους κατασκευαστές αρχές καλοκαιριού του 2026.
Αλλάζει το δόγμα στο Πολεμικό Ναυτικό
Ποια είναι όμως η σημασία των εν λόγω πλοίων για τη δυναμική της χώρας μας. «Με την απόκτηση των νέων φρεγατών Belharra αλλάζει το δόγμα στο Πολεμικό Ναυτικό», τονίζει στο Newsbomb, o ειδικός αμυντικός αναλυτής κ. Δημήτρης Τσαϊλάς, Ναύαρχος ε.α*.
«Η απόκτηση των φρεγατών κλάσης Belharra FDI HN σηματοδοτεί μια αποφασιστική στιγμή για το Πολεμικό Ναυτικό, όχι επειδή ανατρέπει το ναυτικό μας δόγμα, αλλά επειδή το επιβεβαιώνει και το ενισχύει υπό νέες στρατηγικές και τεχνολογικές συνθήκες. Η ναυτική μας στρατηγική διαμορφωνόταν πάντα από τη γεωγραφία, την ιστορία και τον πολιτικό ρεαλισμό. Οι φρεγάτες Belharra δεν αλλάζουν αυτή τη λογική· της προσδίδουν αξιοπιστία, βάθος και αντοχή», αναφέρει στο Newsbomb και στη συνέχεια αναλύει τους τρεις πυλώνες που στηριζόταν επί χρόνια το ναυτικό μας δόγμα.
Σύμφωνα με τον ίδιο:
Επί δεκαετίες, το ελληνικό ναυτικό δόγμα βασιζόταν σε τρεις πυλώνες:
- -τον έλεγχο του Αιγαίου Πελάγους,
- την αποτροπή μέσω της άρνησης και
- -τις μικτές επιχειρήσεις με τις αεροπορικές και χερσαίες δυνάμεις.
Αυτές οι αρχές παραμένουν εν ισχύ. Αυτό που αλλάζει είναι η ικανότητα του Πολεμικού Ναυτικού να τις επιβάλλει αποφασιστικά σε έναν ταχέως εξελισσόμενο χώρο μάχης.
Πριν από την Belharra:
Το δόγμα θαλάσσιας ισχύος είχε επικεντρωθεί στον τοπικό και αμφισβητούμενο έλεγχο θαλάσσιων περιοχών όπως το Αιγαίο και οι προσεγγίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, βασιζόμενο σε κατανεμημένες δυνάμεις (αναβαθμισμένες MEKO, υποβρύχια, πυραυλάκατοι) για την αποτροπή και την εξουδετέρωση των αντιπάλων.
Με την Belharra:
Οι φρεγάτες Belharra διαθέτουν σημαντικά βελτιωμένους αισθητήρες και όπλα, ιδίως το προηγμένο ραντάρ Sea Fire AESA και τους πυραύλους επιφανείας-αέρος μεγάλου βεληνεκούς Aster 30, δίνοντας στο Πολεμικό Ναυτικό την ικανότητα να ανιχνεύει, να παρακολουθεί και να αντιμετωπίζει πολλαπλές εναέριες απειλές σε εκτεταμένες αποστάσεις. Αυτό βελτιώνει σημαντικά την αεράμυνα της περιοχής και την επίγνωση της κατάστασης στη θάλασσα, επιτρέποντας πιο ισχυρό έλεγχο της θάλασσας σε ευρύτερες περιοχές
Από τον αμφισβητούμενο έλεγχο στον αξιόπιστο έλεγχο
«Το Αιγαίο δεν είναι ένας ανοιχτός ωκεανός. Είναι ένα περιορισμένο, αρχιπελαγικό και πολιτικά ευαίσθητο θαλάσσιο περιβάλλον. Επομένως, το ελληνικό δόγμα έχει δώσει έμφαση στον τοπικό και χρονικό έλεγχο της θάλασσας, επαρκή για τη διασφάλιση της κυριαρχίας και την αποτροπή τετελεσμένων γεγονότων. Οι φρεγάτες Belharra ενισχύουν σημαντικά αυτή την ικανότητα. Με προηγμένους αισθητήρες, δικτυωμένα συστήματα μάχης και αεράμυνα περιοχής, επιτρέπουν στο Πολεμικό Ναυτικό να βλέπει πιο μακριά, να αντιδρά ταχύτερα και να προστατεύει πιο αποτελεσματικά, όχι μόνο το ίδιο το πλοίο, αλλά και τις γύρω ναυτικές μονάδες, τα νησιά και τις κοινές δυνάμεις. Αυτό δεν υποδηλώνει κλιμάκωση ή επιθετική πρόθεση. Σημαίνει ότι ο έλεγχος, όταν αμφισβητείται, καθίσταται αξιόπιστος και υπερασπίσιμος, ακόμη και υπό συνθήκες υψηλής απειλής», υπογραμμίζει ο Ναύαρχος Τσαϊλάς.
Στο ερώτημα για το ποια είναι η δογματική επίδραση ο κ. Τσαϊλάς εστίασε σε δύο στοιχεία:
Μετατοπίζει την ελληνική ναυτική στρατηγική πέρα από τον καθαρά τοπικό έλεγχο προς τους περιφερειακούς παράγοντες ελέγχου, ειδικά στην πολυεπίπεδη αεροπορική και πυραυλική άμυνα (μια βασική αναγκαιότητα στη σύγχρονη δικτυοκεντρική ναυτική μάχη).
Βελτιώνει την ενσωμάτωση με τις συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις και τα ναυτικά μέσα μέσω βελτιωμένου ISR (Intelligence, Surveillance, and Reconnaissance) και συντονισμού εμπλοκής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το δόγμα του Πολεμικού Ναυτικού ιστορικά έχει δώσει έμφαση στην αποτροπή μέσω της άρνησης, πείθοντας τους αντιπάλους ότι η επιθετικότητα θα αποτύχει λόγω του υψηλού επιχειρησιακού κόστους στον θαλάσσιο τομέα. Η αποτροπή, όπως υπογραμμίζει ο Δημήτρης Τσαϊλάς, δεν μετριέται μόνο με πλώρες των πλοίων, αλλά με την πεποίθηση του αντιπάλου ότι η αποστολή του θα αποτύχει. Η ελληνική ναυτική αποτροπή ήταν πάντα αμυντικής φύσης, βασισμένη στην άρνηση και όχι στην τιμωρία. Η Belharra ενισχύει αυτή τη λογική, σύμφωνα με τον ίδιο.
«Παρέχοντας ισχυρή αεροπορική και πυραυλική άμυνα στη θάλασσα, αυτές οι φρεγάτες περιπλέκουν τον επιχειρησιακό σχεδιασμό οποιουδήποτε αντιπάλου. Μειώνουν την πιθανότητα η περιορισμένη στρατιωτική πίεση να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Με αυτόν τον τρόπο, εξυπηρετούν τον σημαντικότερο στρατηγικό στόχο που δεν είναι άλλος από την πρόληψη του πολέμου. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια περιοχή όπου τα περιστατικά στη θάλασσα μπορούν να κλιμακωθούν ραγδαία. Ένα Ναυτικό που είναι σίγουρο για τις αμυντικές του ικανότητες είναι επίσης ένα Ναυτικό σε καλύτερη θέση να ενεργήσει με αυτοσυγκράτηση, πειθαρχία και πολιτικό έλεγχο.
Η προηγμένη ομπρέλα αεράμυνας του Belharra και η πιθανή μελλοντική ενσωμάτωση πυραύλων κρούσης μεγάλου βεληνεκούς (π.χ., Ευρωπαϊκή Προσέγγιση Κρούσης Μεγάλου Βεληνεκούς /ELSA) μετατρέπουν την κλάση από αμυντική πλατφόρμα σε στοιχείο στρατηγικής αποτροπής. Ένα πλοίο που όχι μόνο προστατεύει τις δυνάμεις αλλά μπορεί να συμβάλει σε ευρύτερο στρατηγικό αποτέλεσμα εναντίον στόχων υψηλής αξίας», απαντάει σε άλλο σημείο και προσδιορίζει τη δογματική μετατόπιση σε δύο σημεία:
Δογματική μετατόπιση:
Ενσωματώνει τη στρατηγική επίθεση και την αεράμυνα περιοχής στο ναυτικό δόγμα.
Επεκτείνει την αποτροπή από την απλή άρνηση πρόσβασης στην άρνηση επιχειρησιακού πλεονεκτήματος σε αμφισβητούμενες περιοχές (Ανατολική Μεσόγειος), ενισχύοντας την ελληνική εθνική στρατηγική έναντι των ανταγωνιστών της.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον ειδικό αναλυτή, η Belharra έχει σχεδιαστεί με πλήρη ψηφιακή διαχείριση μάχης και δικτυοκεντρικά συστήματα που επιτρέπουν τη συνεργασία σε πραγματικό χρόνο με άλλες ναυτικές, αεροπορικές και χερσαίες δυνάμεις. Οι δυνατότητες ISR ενισχύονται περαιτέρω από τα οργανικά ελικόπτερα MH-60R και τα UAV, επεκτείνοντας την εμβέλεια των αισθητήρων και την κοινή τακτική γνώση.
Όπως τονίζει ο κ. Τσαϊλάς η ναυτική ισχύς έχει νόημα μόνο στο βαθμό, που υποστηρίζει αποτελέσματα πέρα από τη θάλασσα. Αυτή η αντίληψη, καθοδηγούσε πάντα την ελληνική ναυτική σκέψη. Οι φρεγάτες Belharra δεν είναι αυτόνομα σύμβολα ισχύος, είναι κόμβοι σε μια κοινή και δικτυωμένη δύναμη.
Οι δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις με την Πολεμική Αεροπορία, τις αμυντικές δομές των νησιών και τα συμμαχικά μέσα ενισχύει την ικανότητα της Ελλάδας να επιχειρεί σε όλους τους τομείς. Ο θαλάσσιος έλεγχος επιτρέπει τις αεροπορικές επιχειρήσεις· η αεροπορική υπεροχή προστατεύει τις ναυτικές δυνάμεις· τα χερσαία συστήματα ενισχύουν την άρνηση πρόσβασης στη θάλασσα. Η Belharra βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της λογικής, όχι πάνω από αυτήν.
Δογματική επίδραση:
Υποστηρίζει την πολυχωρική ολοκλήρωση (υποβρύχιος χώρος, επιφάνεια, εναέριος χώρος, διάστημα και κυβερνοχώρος) που είναι κεντρική στο σύγχρονο δόγμα του ΠΝ, απαραίτητη για κοινές θαλάσσιες, αεροπορικές και χερσαίες αποστολές, ειδικά σε πολύπλοκα περιβάλλοντα A2/AD.
Βοηθά στην επιχειρησιακή εφαρμογή εννοιών πολέμου που βασίζονται στο δίκτυο, επιτρέποντας στις δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού να αντιλαμβάνονται, να αποφασίζουν και να ενεργούν καλύτερα με συντονισμένους τρόπους σε όλο τον χώρο της μάχης.
Στρατηγική σηματοδότηση και περιφερειακή προβολή ισχύος
«Η απόκτηση φρεγατών Belharra, ειδικά σε έναν στόλο τεσσάρων προηγμένων μονάδων και ο σχεδιασμός μελλοντικών αναβαθμίσεων σηματοδοτεί μια ποιοτική μετατόπιση στις ναυτικές δυνατότητες που εκτείνεται πέρα από τα άμεσα ύδατα της Ελλάδας. Οι δυνατότητές τους επηρεάζουν τις αντιλήψεις για την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, προκαλώντας στρατηγική σηματοδότηση που υποστηρίζει τους εθνικούς πολιτικούς στόχους», εξηγεί ο κ. Τσαϊλάς και το προσδιορίζει ως εξής:
Ενισχύει τον ρόλο της Ελλάδας ως περιφερειακού παρόχου ασφάλειας, όχι απλώς ως υπερασπιστή των δικών της υδάτων.
Ευθυγραμμίζεται στενότερα με τις αποστολές συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ και τους κοινούς στόχους αεροπορικής/θαλάσσιας ασφάλειας.
Το βασικό συμπέρασμα
Συνοψίζοντας ο κ. Τσαϊλάς εξηγεί στο Newsbomb, ότι στην ουσία, η πρόσκτηση των φρεγατών Belharra αντιπροσωπεύει μια δογματική στροφή προς έναν πιο ικανό και δικτυοκεντρικό θαλάσσιο έλεγχο, αποτροπή με πολυχωρικές επιχειρήσεις και στρατηγική διαλειτουργικότητα, διευρύνοντας την ικανότητα του Πολεμικού Ναυτικού να επιχειρεί αποτελεσματικά σε όλο το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο τόσο εντός εθνικού όσο και συμμαχικού πλαισίου.
Τέλος, η Belharra στέλνει ένα σαφές μήνυμα. Η Ελλάδα επενδύει στην ποιότητα, τη διαλειτουργικότητα και τη στρατηγική υπευθυνότητα. Αυτές οι φρεγάτες ενισχύουν τη συμβολή μας στο ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή ασφάλεια, παραμένοντας παράλληλα σταθερά προσηλωμένες στις εθνικές αμυντικές απαιτήσεις, τονίζει και εξηγεί:
Αυτό δεν αποτελεί απόκλιση από την ελληνική στρατηγική κουλτούρα. Είναι η συνέχισή της υπό τις σύγχρονες συνθήκες. Το Πολεμικό Ναυτικό επιδιώκει σταθερότητα μέσω της ισχύος, αποτροπή μέσω της ετοιμότητας και ειρήνη μέσω της αξιοπιστίας. Οι φρεγάτες Belharra δεν αποτελούν μια δογματική επανάσταση. Είναι το μέσο με το οποίο το δόγμα γίνεται πραγματικότητα.
Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and American Studies (RIEAS).



Δεν υπάρχουν σχόλια