*Γράφει ο Ιορδάνης Χασαπόπουλος, Δημοσιογράφος – Διευθυντής της Εφημερίδας “ΒΡΑΔΥΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ”
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις για τη νέα σεζόν άρχισαν να βγαίνουν σιγά σιγά, για να μετρήσουν τον παλμό της κοινής γνώμης και το πώς εισέπραξε τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Ο δείκτης που παραμένει σε υψηλά επίπεδα, και μάλιστα έχει αυξητική τάση, είναι αυτός της ακρίβειας στην αγορά.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων θεωρεί το θέμα της ακρίβειας ως το βασικότερο πρόβλημα στην καθημερινότητά του. Και αυτό δεν φαίνεται να αποκλιμακώνεται όποια μέτρα και αν έχει πάρει η κυβέρνηση από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Ουκρανία, μέχρι σήμερα. Τότε ήταν τα τρόφιμα, τα δημητριακά και το ρεύμα που εκτινάχτηκαν, και σήμερα έχουν προστεθεί μερικά ακόμη. Για να είμαστε δίκαιοι, στο ρεύμα η λιανική τιμή καθορίζεται από τον πανευρωπαϊκό μαθηματικό τύπο, που δίνει πλεονέκτημα στις βόρειες χώρες και επιβαρύνει τις νότιες και πιο απομακρυσμένες χώρες από την Κεντρική Ευρώπη.
Όσο αυτή η εξίσωση δεν αλλάζει από την Κομισιόν, τόσο οι Έλληνες θα πληρώνουν ακριβό το ρεύμα. Στο μοσχαρίσιο κρέας, που χρόνο με το χρόνο εκτινάσσεται και κινδυνεύει να φτάσει τα 20 ευρώ το κιλό, το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, αλλά και πάλι ο Έλληνας καταναλωτής θα κληθεί να πληρώσει πανάκριβα το γεγονός πως η Πολιτεία και οι κτηνοτρόφοι δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν τις υποδομές εκείνες ώστε να υπάρχει ελληνική ανταγωνιστική κτηνοτροφία. Οκτώ στα δέκα κιλά μοσχαρίσιου κρέατος είναι εισαγόμενο. Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι δραστηριοποιούνται ακόμη σε συνθήκες περασμένων δεκαετιών, και όσες μονάδες εκσυγχρονίστηκαν, δεν έχουν ουσιαστική βοήθεια από το κράτος. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον από νέους να ασχοληθούν με το επάγγελμα του κτηνοτρόφου.
Αν, λοιπόν, εξαιρέσουμε το ρεύμα, το κρέας, το κακάο και τον καφέ (προστέθηκαν εσχάτως), η λιανική τιμή των οποίων επηρεάζεται άμεσα από τις διεθνείς αγορές, σε όλα τα υπόλοιπα προϊόντα που χρειάζεται ένα νοικοκυριό για την καθημερινότητά του υπάρχει αισχροκέρδεια στην αλυσίδα από τον παραγωγό μέχρι το ράφι. Είτε πρόκειται για προϊόντα γης είτε πρόκειται για τη βιομηχανία τροφίμων. Στην ελληνική αγορά σήμερα υπάρχει ένα παγιωμένο καθεστώς, το οποίο καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να σπάσει.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αυτό το σύστημα φροντίζει η τιμή των προϊόντων να φτάνει στον καταναλωτή, τουλάχιστον τρεις φορές ακριβότερη από την τιμή του παραγωγού. Για παράδειγμα, το γάλα ο παραγωγός θα το πουλήσει 50-60 λεπτά στο χονδρέμπορο ή τη βιομηχανία και ο καταναλωτής θα το αγοράσει από 1,5 έως 2 ευρώ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τη φέτα, το κασέρι και τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά. Γι’ αυτό και σε πολλές περιπτώσεις η φέτα είχε ξεπεράσει τα 10 και τα 14 ευρώ. Το κρασί ο αμπελουργός θα το πουλήσει εμφιαλωμένο 5 έως 7 ευρώ και στο εστιατόριο ο πελάτης θα το πιει πληρώνοντας το ίδιο μπουκάλι από 15 έως 25 ευρώ. Το ίδιο συμβαίνει και στα οπωροκηπευτικά, στα απορρυπαντικά, και τα άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Αυτή η αλυσίδα στην αγορά, αλληλοεπηρεάζεται.
Υπάρχουν κλάδοι τροφίμων και προϊόντων που με την πρώτη ευκαιρία ή ένα ξαφνικό γεγονός ανεβάζουν τις τιμές χωρίς έλεγχο. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, αυτό το ντόμινο των αυξήσεων περνά αργά ή γρήγορα στους περισσότερους κλάδους των προϊόντων που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ ή στα καταστήματα τροφίμων. Μπορεί μία κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια στην αγορά; Αν ακούσει κανείς την εκάστοτε αντιπολίτευση, τότε όλα είναι εύκολα. Όλοι ζητούν ελέγχους, οι οποίοι, όμως, ποτέ δεν είναι επαρκείς. Κανένα κόμμα από τα τρία που έχουν κυβερνήσει, δεν έχει καταφέρει να φτιάξει έναν αξιόπιστο ελεγκτικό μηχανισμό στην αγορά. Ο απλός πολίτης γνωρίζει πως όταν οι πολιτικοί θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι, μπορούν.
Για πολλά χρόνια η φοροδιαφυγή και το «μαύρο χρήμα» ήταν η μεγάλη πληγή της ελληνικής Οικονομίας. Μετά τα Μνημόνια αυτό άλλαξε, γιατί υπήρξε πολιτική βούληση να δημιουργηθεί μία Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία δεν θα δέχεται παρεμβάσεις και θα κάνει τη δουλειά της ανεξάρτητα από ποιον έχει απέναντί της και, κυρίως, ανεξάρτητα από ποιο κόμμα κυβερνά. Το ίδιο σιγά σιγά επιχειρείται να γίνει και στην Ελληνική Αστυνομία, η οποία σημειώνει σημαντικές επιτυχίες απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα. Από εκεί πρέπει να πάρουν παράδειγμα το κυβερνών κόμμα και η αντιπολίτευση και να στήσουν σιγά σιγά έναν σκληρό μηχανισμό που δεν θα χαρίζεται σε καμία πολυεθνική, σε κανένα καρτέλ και σε κανέναν κερδοσκόπο που εκμεταλλεύεται τον Έλληνα καταναλωτή βγάζοντας υπερκέρδη.
Έναν τέτοιο μηχανισμό ελέγχου είναι σίγουρο πως δεν τον θέλει η αγορά. Πρέπει, όμως, να τον επιβάλει η Πολιτεία, το κράτος, για να προστατεύσει το φορολογούμενο. Όπως και μία ισχυρή ΑΑΔΕ δεν την ήθελαν πολλές χιλιάδες φοροφυγάδες μικροί και μεγάλοι. Όμως, η μεγάλη πίεση από τους δανειστές αλλά και η ανάγκη για αύξηση των δημόσιων εσόδων οδήγησαν τους εκάστοτε κυβερνώντες να τη δημιουργήσουν και να τη στηρίξουν.
Η ακρίβεια είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα και όσο πιο νωρίς το καταλάβουν τα κόμματα, τόσο το καλύτερο για τον Έλληνα φορολογούμενο. Αλλιώς οι πολιτικοί θα είναι μόνιμα απολογούμενοι και η ακρίβεια θα κατατρώει το εισόδημα των φτωχών και τις αυξήσεις που δίνει κάθε χρόνο η εκάστοτε κυβέρνηση.
*Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΒΡΑΔΥΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ”

Δεν υπάρχουν σχόλια