GRID_STYLE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΠΗΓΗ Α.Ε

ΤΙΤΛΟΙ ΕΙΔΗΣΕΩΝ:

latest

ISTIKBAL


Δημόσια Διοίκηση, Δημόσιο management και ιδιωτικοποιήσεις

Ελισάβετ Μήτσου Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται διεθνώς έντονος προβληματισμός για το εύρος που πρέπει να έχει ο δημόσιος τομέας και ...

Ελισάβετ Μήτσου

Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται διεθνώς έντονος προβληματισμός για το εύρος που πρέπει να έχει ο δημόσιος τομέας και για τα αίτια της αναποτελεσματικής λειτουργίας του. Ο προβληματισμός οδήγησε πολλές χώρες να υιοθετήσουν πρακτικές στην Δημόσια Διοίκηση (ΔΔ) από το μάνατζμεντ του ιδιωτικού τομέα. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στο μοντέλο του New Public Management (MPM), με αξιακό επίκεντρο την ελεύθερη αγορά και την συρρίκνωση του κράτους μέσα από ιδιωτικοποιήσεις. Το νέο μοντέλο διοίκησης αντιπαρατίθεται στο παραδοσιακό, που πιστεύει ότι η αποστολή της ΔΔ είναι διαφορετική από αυτή των ιδιωτικών επιχειρήσεων και ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει με πρακτικές που εφαρμόζονται σε αυτές, όπως επίσης ότι οι εκτενείς ιδιωτικοποιήσεις δεν φέρνουν τα αποτελέσματα που το ΝΡΜ πρεσβεύει. 

Δημόσια Διοίκηση και Δημόσιο Μάνατζμεντ
Οι δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες που χαρακτήριζαν τον δημόσιο τομέα κατά την δεκαετία του ΄70 και η έντονη αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του παραδοσιακού μοντέλου διοίκησης, οδήγησαν  στην ανάπτυξη νέων  προσεγγίσεων και πρακτικών στην οργάνωση της ΔΔ,  με τεχνικές και μεθόδους ιδιωτικών επιχειρήσεων και αγοράς, που έθεσαν  τις βάσεις της «επιχειρηματικής» και «προσανατολισμένης στην αγορά» διακυβέρνησης. Τα μοντέλα αυτά διοίκησης  ομαδοποιήθηκαν υπό τη σκέπη του «Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ» ( ΝΡΜ). 

Κυρίαρχο ρόλο στο μοντέλο αυτό διοίκησης, κατέχουν οι ιδιωτικοποιήσεις, η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς και η προσήλωση στην επίτευξη περισσότερων αποτελεσμάτων μέσω της αποδοτικότερης χρήσης των πόρων(more for less). Τέτοιοι στόχοι απαιτούν την υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών τρόπων λειτουργίας και ανασχεδιασμό των δημοσίων οργανισμών, με έμφαση στη δραστική συμπίεση του μεγέθους, τόσο των  οργανισμών όσο και της ιεραρχικής κλίμακας (flat hierarchy). Τελική επιδίωξη η δημιουργία μικρών και ευέλικτων οργανισμών ικανών να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς. Αυτό περιγράφεται ως «εκσυγχρονισμός μέσα από το μάνατζμεντ», με την κοινωνική πολιτική να καθορίζεται από κριτήρια όπως «Οικονομία, Αποτελεσματικότητα και Αποδοτικότητα»(McLaughlin,Hughes 2001). 

Ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως ωφελούμενος-καταναλωτής(πολίτης –πελάτης), που έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ανάμεσα σε υπηρεσίες, ανάλογα με την αγοραστική του δύναμη.

Εφαρμόζεται εκτενής διοικητική αποκέντρωση και  περιορισμός της πολιτικής παρέμβασης, ενώ τα στελέχη των οργανισμών έχουν ενεργή ανάμιξη στη διοίκηση(συμμετοχικό μάνατζμεντ). Βασική αρχή των κυβερνήσεων τέτοιου τύπου, είναι ότι «θα πρέπει να βρίσκονται στο τιμόνι του καραβιού και όχι να κωπηλατούν»(Osborne & Gaebler ,1992).

Προτείνονται, συγχωνεύσεις ή καταργήσεις μη αποδοτικών υπηρεσιών, μείωση του αριθμού των υπαλλήλων, περικοπές λειτουργικών δαπανών και αναδιανεμητικών πολιτικών. H διοίκηση καθοδηγείται από καθορισμένους στόχους, με κίνητρα και μηχανισμούς μέτρησης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, υιοθετώντας  μεθόδους δοκιμασμένες στον ιδιωτικό τομέα. Μέσω των αναλύσεων κόστους-οφέλους προτάσσεται ως επείγουσα ανάγκη της διοικητικής μεταρρύθμισης η επιχειρηματική κουλτούρα του τύπου «Αξίζει το Κόστος»(Value For Money). 

Ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως ωφελούμενος-καταναλωτής(πολίτης –πελάτης), που έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ανάμεσα σε υπηρεσίες, ανάλογα με την αγοραστική του δύναμη.

Με σύνθημα «όχι στο κράτος επιχειρηματία», προβάλλουν την ανάγκη για εκτενείς ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και αναθέσεις έργων σε ιδιωτικούς φορείς. Υποστηρίζουν ότι είναι ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν τα κρατικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, ότι αποτελούν εργαλείο ανάπτυξης, βελτιώνουν την ποιότητα και μειώνουν τις τιμές, περιορίζουν τα κρατικά μονοπώλια, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της διαφθοράς. 

Θετικά στοιχεία του προτύπου αυτού διοίκησης, θεωρούνται αναμφισβήτητα τα ζητήματα της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας και της αποδοτικότητας, που είναι απόλυτα επιθυμητά  και με τις απαραίτητες προσαρμογές θα μπορούσαν να μεταφερθούν από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα. Επίσης η αποκέντρωση υπηρεσιών, με προϋποθέσεις συντονισμού και  ελέγχου νομιμότητας των διοικητικών οργάνων.

Στα μειονεκτήματα καταγράφονται, η αδυναμία στρατηγικού προγραμματισμού καθώς δίνεται μεγάλη έμφαση στην υλοποίηση, όπως και η απώλεια πολιτικού ελέγχου και προβλήματα συντονισμού λόγω υπέρμετρης αποκέντρωσης και διοικητικής ευελιξίας. 

Η υπαγωγή της διοίκησης σε μια λογική αξιολόγησης της δράσης της βάσει του οικονομικού οφέλους και μόνο, αποτέλεσε βασικό σημείο επίκρισης του ΝΡΜ. Οι έννοιες αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα δεν είναι συμβατές πολλές φορές με το δημόσιο συμφέρον και την νομιμότητα. 

Η οργάνωση στη βάση ενός «αγοραίου» μοντέλου διοίκησης και η προσήλωση στις αποκρατικοποιήσεις και στην απορρύθμιση της αγοράς,  παραβλέπουν κρίσιμες διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας και του κράτους δικαίου. Έχουν άμεσο αποτέλεσμα την συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, την αποδυνάμωση του αναδιανεμητικού του ρόλου και την αύξηση των ανισοτήτων. Κυριαρχεί το ατομικό συμφέρον και ευνοούνται οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός.

Απέναντι στην αντίληψη των υποστηρικτών του δημόσιου μάνατζμεντ, ότι οι οργανισμοί του ιδιωτικού  και του δημοσίου τομέα ακολουθούν τους ίδιους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας, υπάρχει η άποψη ότι οι δημόσιοι οργανισμοί κινούνται σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο επιβάλλει μια πιο τυποποιημένη και διαφανή λειτουργία. Η διαφορά τους συνίσταται: (Rose, 1999)
Στη φύση των υπηρεσιών που προσφέρονται από τους οργανισμούς του δημοσίου που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μονοπωλιακού χαρακτήρα.

Στο ρόλο των δημοσίων υπηρεσιών, που στοχεύουν  στην μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, ενώ του ιδιωτικού τομέα στην μεγιστοποίηση του κέρδους.  Οι λειτουργίες που ασκούνται από τους οργανισμούς του δημοσίου τομέα εκπληρώνουν κοινωνική αποστολή, σε αντίθεση με αυτούς του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι λειτουργούν με κερδοσκοπικά κριτήρια χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. 

Στον συλλογικό χαρακτήρα των υπηρεσιών του δημοσίου. Κάθε απόφαση πρέπει να εξυπηρετεί πρωτίστως συλλογικές ανάγκες και μέσα από αυτές  να εξυπηρετούνται τα ατομικά συμφέροντα. Στον ιδιωτικό τομέα η εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος έχει κυρίαρχη σημασία.

Οι δημόσιες υπηρεσίες μεταβάλλονται, ανάλογα με τη φιλοσοφία της εκάστοτε κυβερνήσεως.
Στη διαφορετικότητα των σκοπών, του τρόπου λειτουργίας και των συνθηκών που επικρατούν στο χώρο των δημόσιων υπηρεσιών. Οι προσεγγίσεις των υπηρεσιών του δημοσίου αποσκοπούν στην ικανοποίηση συλλογικών αναγκών, στη διαφάνεια των πράξεων της διοίκησης, την λογοδοσία και στην αναζήτηση και εφαρμογή των αρχών της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο πολίτης δεν αντιμετωπίζεται ως πελάτης αλλά ως χρήστης αξιών.(Τσέκος 2008)

Η οργάνωση στο παραδοσιακό μοντέλο διοίκησης, χαρακτηρίζεται από ένα διαρθρωμένο κοινωνικό σύστημα, από τυπικούς κανόνες, ιεραρχημένες δομές, ελέγχους νομιμότητας και συστηματική κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, που της επιτρέπουν να υλοποιεί συγκεκριμένους στόχους. Καθοδηγείται από τις «αρχές της νομιμότητας» και αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος μέσα από κανόνες δικαίου και δημοκρατικές αξίες (ισονομία, ισοπολιτεία, ισηγορία). Ο επιχειρησιακός χαρακτήρας επιβάλλει στη διοίκηση τον προγραμματισμό, την σαφή διατύπωση των στόχων, την επιλογή των κατάλληλων μέσων επίτευξης τους, την αποτελεσματικότητα την υπευθυνότητα και τον επαγγελματισμό. 

Σε ό,τι αφορά την κρατική επιχειρηματικότητα, υποστηρίζεται ότι η εκχώρηση της στον ιδιωτικό τομέα μέσω των αποκρατικοποιήσεων, αποστερεί την προσπάθεια προάσπισης του δημόσιου αγαθού και την οικοδόμηση δυναμικότερων και αποδοτικότερων μηχανισμών δημόσιας δράσης, από ένα σημαντικό εργαλείο (Τσέκος, 2008). Ακόμη ότι τα οφέλη που τυχόν προκύπτουν από αυτές είναι  πρόσκαιρα και ότι μπορεί να  διαμορφωθούν κανόνες υγιούς ανταγωνισμού και συνεργασίας, χωρίς να εκχωρηθεί ο δημόσιος πλούτος. Σημαντικός προς την κατεύθυνση αυτή παράγοντας, είναι ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους στην αγορά, που μπορεί να λειτουργήσει προς αμοιβαίο όφελος. 

Στα πλεονεκτήματα του μοντέλου αυτού διοίκησης, η προσήλωση στους κανόνες, εξασφαλίζει σταθερότητα και προβλεψιμότητα που συμβάλλει στην δημιουργία αισθήματος ασφάλειας. Η ιεραρχική διάρθρωση, διασφαλίζει την ενότητα της διοίκησης, τον προγραμματισμό, την εποπτεία και τον έλεγχο καθώς και τον αποτελεσματικό συντονισμό των ενεργειών. Στα υπέρ καταγράφεται, ο κοινωνικός χαρακτήρας που απορρέει από τα μέσα παρέμβασης που χρησιμοποιεί και από τις μορφές κοινωνικής επιβολής τους, η κοινωνική συμμετοχή και η λογοδοσία και η διασφάλιση των δημοκρατικών αξιών. 

Ως μειονεκτήματα, χαρακτηρίζονται  η αυστηρή τυποποίηση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, η προσκόλληση στους κανόνες και η συγκεντρωτική-ιεραρχική δομή, που οδηγούν πολλές φορές σε στρεβλώσεις, αδυναμίες και αστοχίες. Τα περίπλοκα οργανωτικά και λειτουργικά συστήματα, η δυσκαμψία διαδικασιών και συστημάτων λειτουργίας των οργανισμών και οι αδικαιολόγητες παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στο έργο της διοίκησης καταγράφονται επίσης  στις αδυναμίες.(Φαναριώτης,1999)

Οι ιδιωτικοποιήσεις στη Ελλάδα
Η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα άρχισε την δεκαετία του 1990, όταν η χώρα προσαρμοζόταν και τότε υπό πίεση, στις νέες πραγματικότητες που είχαν διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικοποιήσεων έγινε μετά το 1995, και  έλαβε κατά κύριο λόγο τη μορφή μετοχοποιήσεων. Η μετατροπή των ΔΕΚΟ σε Ανώνυμες Εταιρείες οδήγησε την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, την κατάργηση της μονιμότητας των εργαζομένων και στην σημερινή τους συρρίκνωση(ΟΣΕ) ή πλήρη ιδιωτικοποίηση(ΟΤΕ). Σήμερα η Ελλάδα καλείται να προχωρήσει ταχύτατα και υπό ασφυκτική πίεση, σε ένα μεγάλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και ¨αξιοποίησης¨ της Δημόσιας Περιουσίας. Τα μνημόνια περιλαμβάνουν ένα πρωτοφανούς εύρους πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, «το μεγαλύτερο πρόγραμμα εκποίησης στον κόσμο» ενώ τον ρόλο του διαχειριστή του προγράμματος ανέλαβε αποκλειστικά το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου(ΤΑΙΠΕΔ). 

Η εμπειρία από τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα δεν επιβεβαιώνει τα επιχειρήματα των υποστηρικτών τους, παρά τις αναμφισβήτητες παθογένειες του δημόσιου τομέα. Την περίοδο 1995-2012 οι εκτενείς ιδιωτικοποιήσεις απέφεραν στο κράτος πάνω από 30δις.€, τα δημοσιονομικά μεγέθη όμως δεν βελτιώθηκα και το δημόσιο χρέος έφτασε τα 340δις.€. Ταυτόχρονα χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας.

Ο  ΟΤΕ, αποτελεί ίσως μοναδικό παράδειγμα όπου εκσυγχρονίστηκαν οι υπηρεσίες και μειώθηκαν οι τιμές στα πλαίσια του ανταγωνισμού της αγοράς.

Η ΔΕΗ, ο ΟΠΑΠ και τα ΕΛΠΕ, βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, είναι πρώτες σε επενδύσεις, είναι κερδοφόρες και αποδίδουν σημαντικά έσοδα στο κράτος από την συμμετοχή του σε αυτές. Σήμερα βρίσκονται πρώτες στη λίστα του ΤΑΙΠΕΔ προς ιδιωτικοποίηση ώστε να «συμβάλουν στην ανάπτυξη». 

Οι ιδιωτικές εταιρείες παροχής ρεύματος Energa και Hellas Power, που ενεργοποιήθηκαν στα πλαίσια της απελευθέρωσης της αγοράς, από τη μια απαίτησαν την αύξηση των χαμηλών τιμολογίων της ΔΕΗ, γιατί υποτίθεται ότι διαστρεβλώνονταν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού και από την άλλη καταχράστηκαν 120εκατ.€ από την είσπραξη του ειδικού τέλους ακινήτων,  καταδεικνύοντας ότι η διαφθορά δεν είναι ταυτόσημη μόνο με τον δημόσιο τομέα. 

Παράδειγμα «βελτίωσης» των τιμών αποτελεί η εκχώρηση σε ιδιωτικές εταιρίες των τηλεφωνικών κέντρων του ΙΚΑ και ΕΟΠΥΥ, που όχι μόνο δεν συνέβαλε στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών αλλά εκτόξευσε και το κόστος των κλήσεων.

Σε ό,τι αφορά τις στρεβλώσεις της αγοράς από τα κρατικά μονοπώλια, το παράδειγμα της Ολυμπιακής που αρχικά πουλήθηκε στην Marfin IG με εξευτελιστικό τίμημα και εν συνεχεία κατέληξε στην Aegean, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «ιδιωτικού μονοπωλίου» που αποστέρησε την χώρα από τον Εθνικό αερομεταφορέα, επιδείνωσε την εξυπηρέτηση των πτήσεων ιδιαίτερα στα νησιά και δημιούργησε ανέργους, χωρίς ωστόσο  να μειωθούν οι τιμές. Η πώληση επίσης των κρατικών τραπεζών (Ιονική, Εργασίας, Αγροτική) στην Αlpha και Eurobank δημιούργησαν ένα ιδιωτικό ολιγοπώλιο χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο.

Ο  ΟΤΕ, αποτελεί ίσως μοναδικό παράδειγμα όπου εκσυγχρονίστηκαν οι υπηρεσίες και μειώθηκαν οι τιμές στα πλαίσια του ανταγωνισμού της αγοράς. Η ιδιωτικοποίησή του ωστόσο, επέφερε σημαντική μείωση του αριθμού των εργαζομένων, περικοπές στις αποδοχές και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Ο ΟΤΕ ήταν κερδοφόρος και πριν την πώληση του στην Γερμανική Deutsche Telekom, όπου φυσικά μεταφέρονται σήμερα τα κέρδη.

Πολλά άλλα παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα καταδεικνύουν την αποτυχία του εγχειρήματος. Σήμερα το ΤΑΙΠΕΔ έχει πλήρη εξουσία σχετικά με τις αποφάσεις των αποκρατικοποιήσεων, ενώ στο Δ.Σ δεν  συμμετέχει εκπρόσωπος του Δημοσίου, συμμετέχουν όμως, εκπρόσωποι της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παρατηρούμε συνεπώς ότι η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων έχει περάσει σε νέο, “ανώτερο” επίπεδο, όπου ο ρόλος του δημοσίου τομέα υποβαθμίζεται, ενώ ταυτόχρονα, όπως και στο παρελθόν, γίνεται ενορχηστρωμένη εκστρατεία απαξίωσης του δημοσίου και επίκληση της ανικανότητας του έναντι του ιδιωτικού τομέα, με σκοπό την μεταστροφή της κοινής γνώμης που παραδοσιακά ήταν αντίθετη στις αποκρατικοποιήσεις και την διευκόλυνση  της συρρίκνωσης του χωρίς όρους. 

Κριτική  
Η ΔΔ δεν αποτελεί απλά εκτελεστικό μηχανισμό της πολιτικής εξουσίας, αλλά και ένα ιδιαίτερο κοινωνικό θεσμό, που αποσκοπεί  στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Η δράση της καθοδηγείται από την αρχή της νομιμότητας και του κράτους δικαίου και υπό αυτή την έννοια είναι υποχρεωμένη να πράττει μόνο ότι επιτρέπεται από τους κανόνες δικαίου. Ουσιώδης αποστολή της είναι η εμπέδωση και ουσιαστική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ισονομία, ισοπολιτεία και η ισηγορία, η διαφάνεια, η λογοδοσία και η κοινωνική συμμετοχή, πρέπει να αποτελούν συμπεφωνημένες αξίες που μόνο η κατάλληλα προσανατολισμένη  κρατική δράση μπορεί να διασφαλίσει. Σημαντικές επίσης παραμέτρους για την εκπλήρωση των στόχων της, αποτελούν τόσο ο ρυθμιστικός όσο και αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους.

Οι  παραπάνω ουσιώδεις προϋποθέσεις , δεν μπορούν να διασφαλιστούν από μοντέλα που επιδιώκουν την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης εφαρμόζοντας πρακτικές λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Υπάρχει σοβαρή διαφοροποίηση μεταξύ του ιδιωτικού  μάνατζμεντ και της δημόσιας διοίκησης, η οποία προκύπτει από τη διαφορετικότητα των ρόλων. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν διαφορετική δομή, διαφορετικούς στόχους, αρχές και νόμους. Πρακτικές, όπου ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως πελάτης και αξιολογείται ανάλογα με την αγοραστική του δύναμη, που προτάσσουν το ατομικό πάνω από το συλλογικό συμφέρον, που αντιμετωπίζουν τον εργαζόμενο ως μέσο παραγωγής, καταστρατηγούν θεμελιώδεις αρχές του κοινωνικού κράτους δικαίου και νομιμοποιούν την ανισότητα και τον αποκλεισμό.

Η εμπειρία από τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, δείχνει ότι ούτε τα δημοσιονομικά του κράτους βελτιώθηκαν, ούτε οι τιμές μειώθηκαν, ούτε δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας, αντίθετα η ανεργία αυξήθηκε.

Το μοντέλο αυτό διοίκησης(ΝΡΜ), με φιλοσοφία της «μοναδικής βέλτιστης λύσης»,  κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες και ταυτίστηκε με τους εκφραστές του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Η εκτεταμένη εφαρμογή του στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που είχαν σχεδιασμένες οικονομίες,  ανέδειξε τις μεθοδολογικές ανεπάρκειες και την πρακτική αναποτελεσματικότητα του, με χαρακτηριστικά αποτελέσματα την συρρίκνωση των αναδιανεμητικών πολιτικών και την όξυνση της ανισοκατανομής του εισοδήματος. Η μεταφορά στο δημόσιο κάποιων επιτυχημένων συνταγών του ΝΡΜ, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πολιτισμικές και πολιτικο-διοικητικές ιδιαιτερότητας της κάθε χώρας, ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν αποτελεσματικά στις εθνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.     

Κεντρικός στόχος του ΝΡΜ είναι οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις  και ο δραστικός περιορισμός του κράτους. Η επιχειρηματικότητα ωστόσο είναι κοινωνικά αναγκαία λειτουργία και δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τον ιδιωτικό τομέα και την επιδίωξη του κέρδους. Η επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία ασκείται κυρίως μέσα από τις δημόσιες επιχειρήσεις, επικεντρώνεται στη διάθεση αγαθών και υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, αλλά και στην εξυπηρέτηση των αναγκών του κράτους. Συνεπώς δεν μπορεί να εκχωρείται μέσω των αποκρατικοποιήσεων στον ιδιωτικό τομέα. 

Τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται  στην Ελλάδα, προσπάθειες εκσυγχρονισμού των δημόσιων οργανώσεων, κυρίως με δάνειες από φιλελεύθερα μοντέλα πρακτικές, με πενιχρά συνήθως αποτελέσματα λόγω των πολιτικο-διοικητικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας. Τα μοντέλα αυτά χαίρουν ολοένα και μεγαλύτερης διάδοσης και τείνουν να λειτουργήσουν ως το θεωρητικό υπόβαθρο των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης. Η σφοδρότητα και το εύρος των μέτρων, που λαμβάνονται από το 2010, η μείωση του κόστους εργασίας με στόχο τον αποπληθωρισμό της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα, η  απορρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων, οι περικοπές μαζί με μια σειρά διοικητικές μεταρρυθμίσεις  με σκοπό συγχωνεύσεις, απολύσεις, μεταρρυθμίσεις προς όφελος της επιχειρηματικότητας και του ανοίγματος της οικονομίας, αποτελούν  μέτρα που δύσκολα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν δίχως την υπογραφή των μνημονίων και την εμπλοκή της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.

Η εμπειρία από τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, δείχνει ότι ούτε τα δημοσιονομικά του κράτους βελτιώθηκαν, ούτε οι τιμές μειώθηκαν, ούτε δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας, αντίθετα η ανεργία αυξήθηκε. Ωστόσο η αναποτελεσματικότητα πολλών δημοσίων επιχειρήσεων είναι δεδομένη και θα πρέπει να αναζητηθούν απαντήσεις, αν αυτό οφείλεται στον δημόσιο χαρακτήρα τους ή σε χαρακτηριστικά του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας τους. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ένα σταθερό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον καθώς και  ένα δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα για να προσελκύσει αξιόπιστους επενδυτές. Πρέπει επίσης να τεκμηριωθεί, γιατί η βελτίωση κόστους-οφέλους είναι αδύνατη σε δημόσιες επιχειρήσεις και γιατί ο ιδιωτικός τομέας παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγή αγαθών, ώστε το κράτος υπό τις συνθήκες αυτές να διερευνήσει την ανάθεση παραγωγικών δραστηριοτήτων του σε ιδιώτες.  

Σημαντικό παράγοντα για την συνεργασία κράτους  ιδιωτικού τομέα προς αμοιβαίο όφελος, αποτελεί ο ρυθμιστικός του ρόλος στην αγορά. Η αγορά χρειάζεται επιλεκτικές απορρυθμίσεις σε συγκεκριμένα πεδία, που θα διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα, και όχι την πλήρη απελευθέρωση της. Απόλυτα επιθυμητή από τις επιχειρήσεις, είναι η παρέμβαση του κράτους, προκειμένου να περιοριστεί ο επιχειρηματικός κίνδυνος και βεβαίως να αποφευχθούν οι καταστρεπτικές συνέπειες των κερδοσκόπων ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που η αγορά χρειάστηκε παρέμβαση του κράτους για την στήριξη επιχειρηματικών κλάδων (τουριστική προβολή της χώρας, εξασφάλιση αγορών αγροτικών προϊόντων).  Όπως επιθυμητή είναι και η διασφάλιση του ανταγωνισμού και της ανάπτυξης με κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους, την οποία μόνο το κράτος μπορεί να διασφαλίσει. 

Συμπερασματικά η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να ασκείται με πρακτικές που εφαρμόζονται στο μάνατζμεντ των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν διαφορετική δομή, διαφορετικούς στόχους, αρχές και νόμους, που δεν συμβιβάζονται με την αποστολή της δημόσιας διοίκησης, που αποσκοπεί  στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος μέσα από δημοκρατικούς και κοινωνικούς κανόνες.

Η επιχειρηματική δράση του κράτους, είναι κοινωνικά αναγκαία λειτουργία και δεν μπορεί να εκχωρείται μέσω των αποκρατικοποιήσεων αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα. Τα επιχειρήματα των υποστηρικτών των αποκρατικοποιήσεων και της ελεύθερης αγοράς, δεν επιβεβαιώνονται από την εκτεταμένη εφαρμογή τους τις τελευταίες δεκαετίες. Αντίθετα οδήγησαν σε ακραίο ανταγωνισμό, κοινωνικές ανισότητες και αποκλεισμούς.

Η εμπειρία των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, οι οποίες επιβλήθηκαν υπό ασφυκτικές πάντα πιέσεις, επιβεβαιώνει την αναποτελεσματικότητα τους. Το επιχειρούμενο σήμερα εκτεταμένο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας άνευ όρων, που περιλαμβάνει στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, αλλά και  μεταβίβαση δημόσιας περιουσίας, όπως είναι λιμάνια και αεροδρόμια, θέτει επιπρόσθετα και σοβαρά θέματα εθνικής ασφάλειας.

Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους στην αγορά, αποτελεί σημαντικό παράγοντα που μπορεί να συμβάλει στην συνεργασία του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα, στα πλαίσια ενός υγιούς ανταγωνισμού προς αμοιβαίο όφελος.

Δεν υπάρχουν σχόλια